Ἱεροδιακόνου π. Ἀγγέλου Ἀγγελακοπούλου
Ὑποψηφίου Διδάκτορος Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας τοῦ Α.Π.Θ
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἱεραποστολή, ὡς εὐαγγελισμὸς καὶ ἐπανευαγγελισμὸς ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου, τόσο τῶν μὴ χριστιανῶν ὅσο καὶ τῶν λεγομένων «χριστιανῶν», εἶναι θεϊκὴ ἐντολή, πού μᾶς παρέδωσε ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος, ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς Ἀποστόλους, εἶπε: «Πορευθέντες, μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν»1.
Σύμφωνα μὲ τὸν πατέρα Γεώργιο Καψάνη, καθηγούμενο τῆς Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, πρῶτο ἐμπόδιο στὴν Ὀρθόδοξη Ἱεραποστολὴ εἶναι ὁ Διάβολος, ὁ ὁποῖος ἀντιδρᾶ, ἐπειδὴ μὲ τὴν Ἱεραποστολή, τὸν εὐαγγελισμὸ καὶ τὴν ἐξάπλωση τῆς Ἐκκλησίας καταργεῖται καὶ περιορίζεται τὸ κράτος του.
Δεύτερο ἐμπόδιο στὴν Ὀρθόδοξη Ἱεραποστολὴ εἶναι ἡ ἁμαρτωλότητά μας, ἡ ὁποία δὲν ἀφήνει τὸ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ μᾶς πυρακτώσει, νὰ μᾶς γεμίσει ἱερὸ ζῆλο, ἐνθουσιασμὸ καὶ πίστη, ὥστε νὰ μεταλαμπαδεύσουμε τὸ φῶς καὶ σʼἄλλες ψυχές, ὅπως συνέβη καὶ μὲ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, ὅταν ἡ πυρκαϊά, πού ἄναψε στὰ Ἱεροσόλυμα, γρήγορα μεταδόθηκε ἀπὸ αὐτοὺς σʼὅλο τὸν κόσμο.
Καὶ ὄχι μόνο δὲν μεταδίδουμε τὸ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ καὶ ἐμποδίζουμε ὅσους ἀναζητοῦν τὴν ἀλήθεια μὲ τὴν κακὴ ἐκ μέρους μας ἐκπροσώπηση τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Τρίτο ἐμπόδιο στὴν Ὀρθόδοξη Ἱεραποστολὴ εἶναι ἡ ἐκκοσμίκευση, δηλ. ἡ ὀργάνωση τῆς ζωῆς τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου ἀνεξαρτήτως ἀπὸ τὸν Θεό, σὰ νὰ μὴ ὑπάρχει Θεός2.
Τέταρτο ἐμπόδιο στὴν Ὀρθόδοξη Ἱεραποστολὴ εἶναι ἡ λεγομένη «θεολογία τῆς συνάφειας», μιὰ αἱρετικὴ θεωρία, ἡ ὁποία εἰσήχθη στὸν ἑλληνικὸ θεολογικὸ χῶρο ἀπὸ τὴν «Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν» τῆς Ἱ. Μ.Δημητριάδος ἢ καλύτερα Ἀκαδημία διαστρεβλώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας.
Σύμφωνα μὲ τὸν Μητροπολίτη Γλυφάδας Παῦλο, ὁ ὅρος «συναφειακὴ θεολογία» εἶναι γνωστὸς γιὰ τουλάχιστον σαράντα χρόνια στὴ διαχριστιανικὴ βιβλιογραφία καὶ διατυπώνεται στὴν ἀγγλικὴ ὡς «Contextual Theology» ἢ ὡς «Cohesive Theology ».
Ὁ ὅρος ἔγινε εὐρύτερα γνωστὸς ἀπὸ τὰ κείμενα τοῦ «Παγκοσμίου Συνεδρίου γιὰ τὴν Ἱεραποστολὴ καὶ τὸν Εὐαγγελισμό», πού διοργανώθηκε τὸ 1972 στὴν Μπαγκόγκ.
Ἡ κυρίαρχος τάση στὸ ἐν λόγῳ συνέδριο ἦταν νὰ ἀποφύγουν οἱ διάφορες χριστιανικὲς ὁμολογίες νὰ ἐμφανισθοῦν, ἐνώπιον τῶν μὴ χριστιανῶν, ὡς διχασμένες λόγῳ τῶν δογματικῶν διαφορῶν τους, ἀλλὰ νὰ δείξουν ἑνότητα, θέτοντας σὲ προτεραιότητα θέματα κοινωνικῆς δικαιοσύνης καὶ καταπιέσεως τῶν κοινωνικῶν τάξεων.
Αὐτὸ θὰ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ἡ ἱεραποστολὴ καὶ τὸ κήρυγμα νὰ στραφοῦν στὴ διατύπωση τρόπων ἀποκαταστάσεως τῶν κοινωνικῶν ἀδικιῶν καὶ ὄχι στὴ μετάδοση τῶν ἀληθειῶν τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὁ Σεβασμιώτατος ἀντικρούοντας στὴ συνέχεια τὴν ἔννοια καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς «συναφειακῆς θεολογίας» γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἱεραποστολή, τονίζει ὅτι κανεὶς δὲν δύναται νὰ ἀρνηθεῖ τὴν ἀπαίτηση γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη, ὡς καρποῦ ὅμως βιώσεως τῶν ἀληθειῶν τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὅπως διατυπώθηκαν μέσα ἀπὸ τὰ δόγματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῶν Θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ρίζα καὶ ἡ προοπτική τῆς «θεολογίας τῆς συνάφειας» ἦταν «ἡ μετατροπὴ τῆς ἱεραποστολῆς σὲ κοινότητα ἐκκλησιῶν σὲ ἱεραποστολή». Στὴν Ὀρθόδοξη ὅμως θεολογία δὲν ἔχουμε «κοινότητα ἐκκλησιῶν», ἀλλὰ τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν.
Ἡ προβολὴ τῆς ἱεραποστολῆς ἀπὸ μία «κοινότητα ἐκκλησιῶν» ὑποβαθμίζει τὴν Μίαν Ἐκκλησίαν σὲ σύλλογο, πού δὲν ἀποκαλύπτει τὴ μοναδικὴ Ἀλήθεια καὶ ὑποβαθμίζει τὴν ἴδια τὴν ἱεραποστολή, πού καταλήγει νὰ ἔχει μόνο κοινωνιολογικὲς καὶ ὄχι σωτηριολογικὲς προοπτικές3.
Ὁ διάβολος εἶναι μεγάλος «θεολόγος». Γνωρίζει τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὰ Πατερικὰ συγγράμματα, τοὺς ἱεροὺς κανόνες καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἔχει, ὅμως, πονηρία καὶ ὄχι πνευματικὴ διάκριση. Πνευματικὴ διάκριση εἶναι ἡ ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ ἀλάνθαστη αἴσθηση τοῦ ὄντως ἀγαθοῦ Θεοῦ καὶ ὁ φωτισμὸς τῶν σκοτεινῶν σημείων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, λέγει ὁ ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος.
Καὶ ἐπειδὴ ὁ διάβολος δὲν θέλει οἱ ἄνθρωποι ὅλοι καὶ κυρίως αὐτοί, πού αὐτοαποκαλοῦνται «χριστιανοί», νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθεια ἐν Χριστῷ καὶ ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, τοὺς ἐμπνέει νὰ κάνουν συνέδρια θεολογικά.
Ὅμως, μὲ πνεῦμα φυσιώσεως καὶ ὑπερηφανείας, αὐτοδικαιώσεως καὶ μετατροπῆς τῆς Πατερικῆς θεολογίας σὲ πολιτικὴ καὶ φιλοσοφικὴ ἐνασχόληση καὶ πίστη, σὲ στοχασμὸ καὶ λογικοκρατία, δὲν ἐπιτυγχάνουν τίποτα σπουδαῖο, οὔτε τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους.
Ἡ Ὀρ θόδοξη Ἐκκλησία πρέπει νὰ ὁμολογήσει καὶ προτείνει τὸ ἑξῆς πρὸς ὅλους τούς «χριστιανούς», ἰδίως πρὸς τοὺς αἱρετικούς: «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν»4, δηλαδὴ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, πού μᾶς χορηγεῖται διὰ τῆς θείας ἀκτίστου ἐνεργείας μέσα στὰ Μυστήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ στὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου.
Πέμπτο καὶ τελευταῖο ἐμπόδιο γιὰ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολική, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας καὶ ἑπομένως γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἱεραποστολὴ εἶναι ὁ μέγας κίνδυνος καὶ ἡ ἀπειλὴ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ὁ σύγχρονος ἅγιος γέροντας τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας ὅσιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς σημειώνει περὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὅτι αὐτὸς εἶναι ὄχι ἁπλὰ αἵρεση, ἀλλὰ παναίρεση. Ὁ ἅγιος πατὴρ ἔχει ἐκφρασθεῖ γιʼ αὐτὸν ὡς ἑξῆς· «Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι κοινὸν ὄνομα διὰ τοὺς ψευδοχριστιανισμούς, διὰ τὰς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης.
Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὑμανισμῶν μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Παπισμό.
Ὅλοι δὲ αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τὴν ἄλλην αἵρεσιν. Τὸ κοινὸν εὐαγγελικὸν ὄνομά τους εἶναι ἡ παναίρεσις»5.
Στὸ ἴδιο μῆκος κύματος ὁ μακαριστὸς γέροντας ἀρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος μᾶς δίνει τὴν πραγματικὴ εἰκόνα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ· «Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ἕνα Κίνημα παγκόσμιον τοῦ Διεθνοῦς Σιωνισμοῦ καὶ ἔχει ὡς μοναδικὸν σκοπὸν τὴν πολιτικὴν καὶ θρησκευτικὴν κατάκτησιν τῆς Οἰκουμένης!
Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι μιὰ φοβερὰ λαῖλαψ, πού προετοιμάζεται νὰ ξεθεμελιώση, ὅπως φαντάζεται, τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ.
Εἶναι ἄγριος τυφὼν τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους, ποὺ συγκεντρώνει τὴν καταστροφική του μανία ἐναντίον κυρίως τῆς Ὀρθοδοξίας, μὲ τὸν σκοτεινὸ πόθο νὰ τὴν ἐκμηδενίση καὶ νὰ τὴν ἀφανίση»6.Τέλος, ὁ μακαριστὸς γέροντας ἀρχιμανδρίτης Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος ὀνομάζει τὸν Οἰκουμενισμὸ τελευταῖο πρόδρομο τοῦ Ἀντιχρίστου7.
Ὅπως ἡ παγκοσμιοποίηση σὲ πολιτικὸ ἐπίπεδο θέλει νὰ ἑνώσει τὸν κόσμο καὶ νὰ κάνει ἕνα παγκόσμιο κράτος, μία παγκόσμια ἠλεκτρονικὴ διακυβέρνηση, ἕνα παγκόσμιο νόμισμα, μία παγκόσμια οἰκονομία, ἔτσι καὶ ὁ Οἰκουμενισμὸς σὲ θρησκευτικὸ ἐπίπεδο θέλει νὰ ἑνώσει ὅλες τὶς θρησκεῖες (διαθρησκειακὸς οἰκουμενισμὸς) καὶ ὅλες τὶς αἱρέσεις (διαχριστιανικὸς οἰκουμενισμὸς) σὲ μία παγκόσμια θρησκεία, ἀψηφώντας καὶ περιθωριοποιώντας τὶς τεράστιες, γιγαντιαῖες καὶ χαώδεις δογματικὲς διαφορὲς καὶ ξεθεμελιώνοντας ἐκ βάθρων τὰ δόγματα καὶ τὴν πίστη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἐπειδὴ ἐξισώνει ὅλες τὶς θρησκεῖες καὶ τὶς πίστεις.
Οἱ ρίζες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν στὸν προτεσταντικὸ χῶρο, στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰ. Τότε κάποιες «χριστιανικὲς ὁμολογίες», βλέποντας τὸν κόσμο νὰ φεύγει ἀπὸ κοντὰ τους λόγῳ τῆς αὐξανομένης θρησκευτικῆς ἀδιαφορίας καὶ τῶν ὀργανωμένων ἀντιθρησκευτικῶν κινημάτων, ἀναγκάσθηκαν σὲ μιὰ συσπείρωση καὶ συνεργασία.
Αὐτὴ ἡ ἑνωτικὴ δραστηριότητά τους ἔλαβε ὀργανωμένη πλέον μορφή, ὡς Οἰκουμενικὴ Κίνηση, τὸν 20ό αἰ. Καὶ κυρίως τὸ 1948, μὲ τὴν ἵδρυση στὸ Ἄμστερνταμ τῆς Ὁλλανδίας τοῦ λεγομένου Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν, πού οὐσιαστικὰ εἶναι Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Αἱρέσεων, τοῦ Ἑωσφόρου καὶ τοῦ ψεύδους, παρὰ τῶν «Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.), πού ἑδρεύει στὴ Γενεύη8.
Ἕνα ἀπὸ τὰ μέσα, ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Οἰκουμενισμὸς, γιὰ νὰ ἐπιτύχει τοὺς σκοπούς του, εἶναι ὁ συγκρητισμός, αὐτὸς ὁ θανάσιμος ἐχθρός τῆς χριστιανικῆς πίστεως, τὸν ὁποῖο προωθεῖ τὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» ἢ μᾶλλον τὸ «Παγκόσμιο Συνονθύλευμα τῶν Αἱρέσεων», ὅπως δικαιολογημένα ἔχει χαρακτηρισθεῖ.
«Ὁ συγκρητισμὸς εἶναι ἡ σχετικοποίηση τῶν θρησκειῶν καὶ τῶν θρησκευτικῶν ἰδεῶν. Εἶναι μιὰ πανοικουμενικὴ θρησκευτικὴ σύνθεση καὶ σύζευξη τῶν πιὸ ἀντιθετικῶν καὶ ἀνομοίων στοιχείων»9.
Ὁ Οἰκουμενισμὸς κινεῖται σὲ δύο ἐπίπεδα· τὸ πρῶτο σὲ διαχριστιανικὸ καὶ τὸ δεύτερο σὲ διαθρησκειακό. Ἔτσι, ἔχουμε τὸν διαχριστιανικὸ οἰκουμενισμὸ καὶ τὸν διαθρησκειακὸ οἰκουμενισμό, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν δύο ἀπὸ τὶς βασικὲς κατευθύνσεις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Τόσο ὁ διαχριστιανικὸς ὅσο καὶ ὁ διαθρησκειακὸς οἰκουμενισμὸς εἶναι προβατόσχημοι λύκοι καὶ Δούρειοι Ἵπποι, πού οὐσιαστικῶς λατρεύουν τὰ εἴδωλα, εἴτε τῶν παρατάξεών τους, εἴτε τῶν προσωπικῶν τους παθῶν, εἴτε τῆς λογικοκρατίας, εἴτε τοῦ πολιτικοῦ τους πιστεύματος, εἴτε τῶν φιλοσοφικῶν ἰδεολογημάτων τους.
Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία, πού προσφέρει ἡ ἄκτιστη θεία ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁ μὲν διαχριστιανικὸς οἰκουμενισμὸς προωθεῖ τὴν ἕνωση τῶν διαφόρων χριστιανικῶν «ὁμολογιῶν» (Παπικῶν, Προτεσταντῶν, Ἀγγλικανῶν, Ἰεχωβάδων, Πεντηκοστιανῶν, Μονοφυσιτῶν, Ὀρθοδόξων) μὲ τὸ κριτήριο τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ.
Σύμφωνα μὲ τὴν οἰκουμενιστικὴ ἀρχὴ τοῦ «διαχριστιανικοῦ δογματικοῦ συγκρητισμοῦ» οἱ δογματικὲς διαφορὲς μεταξὺ τῶν ἑτεροδόξων εἶναι ἁπλῶς τυπικὲς παραδόσεις κάθε «ἐκκλησίας» καὶ πρέπει νὰ παρακάμπτονται γιὰ τὸ καλό τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ἐκφράζεται μὲ τὴν ποικιλία διαφόρων μορφῶν καὶ ἐκφράσεων.
Ὁ δὲ διαθρησκειακὸς οἰκουμενισμός, θεωρώντας ὅτι σὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες ὑπάρχουν θετικὰ στοιχεῖα, προωθεῖ τὴν ἕνωση μεταξὺ αὐτῶν καὶ κυρίως μεταξὺ τῶν δῆθεν τριῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν τοῦ κόσμου, τοῦ Χριστιανισμοῦ, τοῦ Μουσουλμανισμοῦ καὶ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ.
Μὲ λίγα λόγια προωθεῖ τὴν λεγομένη «πανθρησκεία».
Σύμφωνα μὲ τὴν οἰκουμενιστικὴ ἀρχὴ τοῦ «διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ» πρέπει νὰ βλέπουμε τὰ «κοινὰ θεολογικὰ σημεῖα», πού ὑπάρχουν σὲ ὅλες τὶς «μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες», ὥστε νὰ οἰκοδομήσουμε τὴν θρησκευτικὴ ἑνότητα τῆς οἰκουμένης.
Λέγει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος ὅτι, γιὰ νὰ σωθεῖ ἕνας ἄνθρωπος, πρέπει νὰ ἔχει ὀρθὴ (= ὀρθόδοξη) πίστη καὶ ὀρθὰ ἔργα (=ὀρθόδοξα) καὶ ζωή.
Ἂν ἔχεις μόνο τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ὄχι ὀρθόδοξα ἔργα καὶ ζωή, δὲν σώζεσαι. Ἂν ἔχεις μόνο ὀρθόδοξα ἔργα καὶ ζωὴ καὶ ὄχι ὀρθόδοξη πίστη, δὲν σώζεσαι. Τὸ ἴδιο γράφει καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων στὶς «Κατηχήσεις» του.
Ἂν εἶναι δύσκολο νὰ σωθεῖ ἕνας Ὀρθόδοξος χριστιανός, πού ἀγωνίζεται, πόσο, μᾶλλον εἶναι δυνατὸν ἕνας λεγόμενος «χριστιανός», πού ἀνήκει στὶς αἱρετικὲς ὁμάδες τοῦ παπισμοῦ, τῶν προτεσταντῶν, τῶν μονοφυσιτῶν, τῶν σατανολατρῶν εἶναι δυνατὸν νὰ σωθεῖ;
Πῶς νὰ σωθεῖ ἕνας Μουσουλμάνος, πού πιστεύει ὅτι τὸ Κοράνιο εἶναι γραμμένο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ εἶναι θεόπνευστο;
Πῶς νὰ σωθεῖ ἕνας Ἰουδαῖος, ἀφοῦ οὔτε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη πιστεύει, οὔτε τὴν ζεῖ, ἀλλὰ πιστεύει στὸ Ταλμοὺδ καὶ στὴν Καμπάλα, πού εἶναι δαιμονικὴ μαγεία καὶ σατανολατρεία;
Καὶ γιατί σώνει καὶ καλὰ νὰ θέλουμε ἐμεῖς οἱ πιστεύοντες στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νὰ συμπροσευχόμαστε καὶ νὰ συλλειτουργοῦμε μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἑτεροδόξους καὶ τοὺς ἑτεροθρήσκους;
Δὲν βοηθοῦμε νὰ σωθοῦν ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ μὲ τὸ νὰ λέμε πρὸς αὐτοὺς ὅτι καὶ αὐτοὶ ἔχουν ὀρθὸ δρόμο, πού ὁδηγεῖ στὸν ἴδιο Θεό, ὅμως ἀπὸ μιὰ ἄλλη ὁδό, πού εἶναι νόμιμη κι αὐτή, ὅπως ὁ δρόμος, πού ἀκολουθοῦμε οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί.
Ἑπομένως, ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι μεγάλο ἐμπόδιο στὴν Ὀρθόδοξη Ἱεραποστολή, τὴν καταργεῖ καὶ τὴν ἀφανίζει, δείχνει ὅτι εἶναι ἀνώφελη καὶ ἄχρηστη. Ὁ Οἰκουμενισμός, γιὰ νὰ ὑλοποιήσει τοὺς στόχους του, ἀναγκάζεται νὰ παραθεωρήσει ἢ καὶ νὰ ἀναθεωρήσει βασικὲς ἀρχὲς τῆς Ὀρθοδοξίας.
Προβάλλει τὴν ἀντίληψη τῆς ʻΔιευρυμένης Ἐκκλησίαςʼ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καὶ περιλαμβάνει τοὺς χριστιανοὺς κάθε «ὁμολογίας», ἀπὸ τὴ στιγμὴ πού δέχθηκαν τὸ βάπτισμα.
Ἔτσι, ὅλες οἱ «χριστιανικὲς ὁμολογίες» εἶναι μεταξύ τους ʻἈδελφὲς Ἐκκλησίεςʼ.
Πρόκειται γιὰ τὴν θεωρία τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας.
Μέσα στὸ ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καὶ ἡ ἰδέα τῆς ʻΠαγκόσμιας ὁρατῆς Ἐκκλησίαςʼ.
Ἡ Ἐκκλησία, πού ὑφίσταται τάχα ʻἀόραταʼ καὶ ἀπαρτίζεται ἀπὸ ὅλους τούς χριστιανούς, θὰ φανερωθεῖ καὶ στὴν ὁρατή της διάσταση μὲ τὶς κοινὲς ἑνωτικὲς προσπάθειες.
Τὶς ἀντιλήψεις αὐτὲς ἐπηρέασε καὶ ἡ προτεσταντικὴ θεωρία τῶν κλάδων, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα ʻδένδροʼ μὲ ʻκλαδιὰʼ ὅλες τὶς «χριστιανικὲς ὁμολογίες», καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες κατέχει ἕνα μόνο μέρος τῆς ἀληθείας.
Ἂς προστεθεῖ, ἐπίσης, καὶ ἡ θεωρία τῶν ʻδύο πνευμόνωνʼ, πού ἀναπτύχθηκε μεταξὺ ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν καὶ παπικῶν.
Σύμφωνα μὲ αὐτήν, Ὀρθοδοξία καὶ παπισμὸς εἶναι οἱ δύο πνεύμονες, μὲ τοὺς ὁποίους ἀναπνέει ἡ Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ ἀρχίσει τάχα νὰ ἀναπνέει ὀρθὰ καὶ πάλι, θὰ πρέπει οἱ δύο πνεύμονες νὰ συγχρονίσουν τὴν ἀναπνοή τους.
Οἱ ἐκ τῶν ὀρθοδόξων καὶ τῶν παπικῶν οἰκουμενιστὲς πιστεύουν ὅτι ὁ παπισμὸς μὲ τὴν λογικοκρατία καὶ τὸν φιλοσοφικὸ στοχασμὸ εἶναι συμπλήρωμα ἀπαραίτητο στὴ «διηρημένη χριστιανοσύνη», καὶ ὁ μυστικισμὸς τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότητος συμπληρώνει τὸν στοχασμὸ τοῦ παπισμοῦ.
Καὶ ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ παπισμὸς εἶναι δύο ἐξ ἴσου νόμιμες παραδόσεις τῆς μίας καὶ ἀδιαίρετης ἀρχαίας ἡνωμένης Ἐκκλησίας. Γιὰ νὰ λειτουργήσει σωστὰ ὁ ὀργανισμὸς τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νὰ ἑνωθοῦν καὶ πάλι οἱ «δύο ἀδελφὲς Ἐκκλησίες», ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ παπισμός, ἀφοῦ καθαρίσουν τὴν ἱστορικὴ μνήμη ἀπὸ τὰ λάθη, τὶς παραλείψεις, τοὺς τυχὸν πολέμους, πού ἔγιναν μεταξὺ ὀρθοδόξων καὶ παπικῶν τὴν τελευταία χιλιετία καὶ νὰ ξεκινήσει μιὰ νέα ἐποχή, νέα τάξη πραγμάτων μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, πού θὰ στηρίζεται στὴν ἀμοιβαία ἀγάπη, στὴν ἀγαστὴ συνεργασία σὲ θέματα κοινῆς ἑνότητος, μαρτυρίας καὶ ἱεραποστολῆς στὸν σύγχρονο ἐκκοσμικευμένο κόσμο, κοσμοπολιτισμὸ καὶ ἀθεϊσμό.
Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, ὁ παπισμὸς θέλει νὰ ἀπορροφήσει τὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὴν ἕνωση τύπου «Οὐνίας», πού ἐπιθυμεῖ διακαῶς, κάνοντας ἀνώδυνες γιὰ τὸν παπισμὸ ὑποχωρήσεις πρὸς τὴν πλευρὰ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Γιʼ αὐτὸ πρέπει νὰ ἐνημερώσουμε τοὺς Ὀρθοδόξους χριστιανούς, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, γιὰ τὰ σχέδια τοῦ παπισμοῦ, πού δὲν εἶναι Ἐκκλησία, ἀλλὰ κράτος, τὸ Βατικανὸ δηλαδή.
Οὔτε εἶναι ὁ παπισμὸς Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία . Δὲν εἶναι οὔτε Ρωμαίϊκη, οὔτε Καθολική, οὔτε Ἐκκλησία.
Δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν Ρωμηοσύνη οὔτε μὲ τὴ Ρωμανία. Δὲν εἶναι Καθολική, ἀφοῦ χωρίστηκε μόνη της ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸ 1054 μ.Χ.
Δὲν εἶναι Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἔγινε κράτος , ἀφοῦ ὑπέκυψε στὸν τρίτο πειρασμὸ τοῦ Χριστοῦ.
Δέχθηκε ὁ παπισμὸς τὴν πρόταση τοῦ διαβόλου νὰ τὸν προσκυνήσει καὶ νὰ τὸν κάνει κοσμικὸ παντοκράτορα τῆς γῆς.
Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι εἴμαστε ἡ σωστὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι εἴμαστε Ρωμηοί, σὲ μᾶς ἀνήκει ἡ Ρωμανία, ἡ Ρωμηοσύνη.
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, ΚΑΘΟΛΙΚΗ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ἐνῶ παγκοσμίως τὸ σπίτι τοῦ παπισμοῦ κλονίζεται ἐπικίνδυνα λόγῳ τοῦ ἀθεϊσμοῦ, τῆς ἐκκοσμικεύσεως, τῆς αὐτοδικαιώσεως τῶν παπικῶν καὶ τῆς ἀνηθικότητός τους, πᾶνε δυστυχῶς οἱ Οἰκουμενιστὲς νὰ στηρίξουν τὸν παπισμὸ μὲ παραχωρήσεις σὲ θέματα πίστεως, παραδόσεως, λατρείας καὶ διοικήσεως.
Γιʼ αὐτὸ πρέπει νὰ προσέξουμε τὴν ἐντολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Γίνεσθε φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί». «Ἰδοὺ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων»10.
Βασικὴ θέση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἐπίσης καὶ ἡ ἑξῆς· ὅτι ἐπιτρέπεται ἡ συμπροσευχὴ μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν ἢ ἀλλοθρήσκων καὶ ὅτι ἀπαγορεύεται μόνο ἡ συλλειτουργία μεταξύ τους.
Σκοπὸς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δὲν εἶναι νὰ ἀδειάσει τοὺς ἱεροὺς Ναοὺς ἀπὸ πιστούς· ἀντίθετα τοὺς θέλει ἀσφυκτικὰ γεμάτους, μόνο πού αὐτοὶ οἱ «πιστοὶ» θὰ ἔχουν ὁ καθένας τὴν δική του πίστη καὶ διδασκαλία.
Τέλος, στὶς μεθόδους, πού χρησιμοποεῖ ὁ Οἰκουμενισμὸς, γιὰ τὴν προσέγγιση τῶν χριστιανῶν, περιλαμβάνεται ὁ δογματικὸς μινιμαλισμὸς καὶ ὁ δογματικὸς μαξιμαλισμός.
Ὅσον ἀφορᾶ τὸν δογματικὸ μινιμαλισμό, πρόκειται γιὰ προσπάθεια νὰ συρρικνωθοῦν τὰ δόγματα στὰ πιὸ ἀναγκαῖα, σὲ ἕνα ʻμίνιμουμʼ (=ἐλάχιστο), προκειμένου νὰ ὑπερπηδηθοῦν οἱ δογματικὲς διαφορὲς μεταξὺ τῶν «ὁμολογιῶν» καὶ νὰ ἐπέλθει ἡ «ἕνωση τῶν χριστιανῶν».
Τὸ ἀποτέλεσμα ὅμως εἶναι ἡ παραθεώρηση τοῦ δόγματος, ὁ ὑποβιβασμὸς καὶ ἡ ἐλαχιστοποίηση τῆς σημασίας του.
«Ἂς ἑνωθοῦν», λένε, «οἱ χριστιανοὶ καὶ τὰ δόγματα τὰ συζητοῦν ἀργότερα οἱ θεολόγοι»!
Μὲ τὴν μέθοδο βέβαια αὐτὴ τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ εἶναι ἴσως εὔκολο νὰ ἑνωθοῦν οἱ χριστιανοί. Οἱ τέτοιοι ʻχριστιανοὶʼ ὅμως μπορεῖ νὰ εἶναι Ὀρθόδοξοι, δηλ. ἀληθινὰ Χριστιανοί;
Ὅσον ἀφορᾶ τὸν δογματικὸ μαξιμαλισμό, ἐννοεῖται ἡ προσπάθεια μερικῶν νὰ προσθέτουν νέες λέξεις καὶ ὅρους στὸ δόγμα, γιὰ νὰ ἑρμηνεύεται δῆθεν καλύτερα ἡ πίστη ἢ νὰ ἐπιδιώκεται μιὰ νέα εὐρύτερη ἑρμηνεία 11.
Γίνεται, λοιπόν, κατανοητὸ ὅτι ἡ ἀποδοχή, ἡ ἐγκόλπωση, ἡ υἱοθέτηση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῶν ἀντορθοδόξων θεωριῶν του, πού ἀναπτύξαμε πιὸ πάνω, ἀποτελεῖ ὄχι μόνο τροχοπέδη γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἱεραποστολή, ἀλλὰ τὴν μειώνει, τὴν καταπατᾶ, τὴν περιθωριοποεῖ, τὴν ἐξαθλιώνει, τὴν κηρύττει ἀνύπαρκτη καὶ ἀνυπόστατη, τὴν καταστρέφει, τὴν ἐξοβελίζει καὶ οὐσιαστικῶς κα- ταστρατηγεῖ καὶ προσβάλλει τὸν σκοπὸ καὶ τὴν ὕπαρξή της.
Ἄν, λοιπόν, σύμφωνα μὲ τοὺς οἰκουμενιστές, ὅλες οἱ ὁμολογίες καὶ οἱ θρησκεῖες εἶναι τὸ ἴδιο, ἂν ὅλοι στὸν ἴδιο Θεὸ πιστεύουμε, ἂν οἱ αἱρέσεις καὶ οἱ θρησκεῖες εἶναι διαφορετικοί, ἀλλὰ ἀποδεκτοὶ τρόποι προσεγγίσεως τοῦ ἴδιου Θεοῦ, τότε ποιὰ ἀξία ἔχει ἡ ὕπαρξη Ἱεραποστολῆς;
Ἔχουμε μαρτυρίες αἱρετικῶν καὶ ἑτεροθρήσκων, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν νὰ προσέλθουν καὶ νὰ ἀσπασθοῦν τὴν ἁγία Ὀρθοδοξία καὶ νὰ βαπτισθοῦν Ὀρθόδοξα. Ἀπέναντί τους, ὅμως, βρίσκουν τοὺς οἰκουμενιστές, πού τοὺς ἀπαντοῦν ὅτι δὲν χρειάζεται νὰ γίνετε καὶ νὰ βαπτισθεῖτε Ὀρθόδοξοι, γιατί ὅλοι τὸ ἴδιο εἴμαστε καὶ ἕνα βάπτισμα ἔχουμε.
Πόσο μεγάλο κακὸ ἐπιφέρουν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἱεραποστολὴ οἱ οἰκουμενιστές. Ἀλλά, ἰσχύει γιʼ αὐτοὺς τὸ ἁγιογραφικό:
«Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κλείετε τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· ὑμεῖς γὰρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδὲ τοὺς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν. Οὐαὶ ὑμῖν γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι περιάγετε τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηρὰν ποιῆσαι ἕνα προσήλυτον, καὶ ὅταν γένηται, ποιεῖτε αὐτὸν υἱὸν γεέννης διπλότερον ὑμῶν»12.
Εἶναι ἄξια προσοχῆς ἡ μαρτυρία τοῦ αἰδεσιμολογιωτάτου πρεσβυτέρου πατρὸς Ἰωάννου Reeves, πρώην Ἀγγλικανοῦ, πού ἀσπάσθηκε τὴν Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ πίστη, πάνω στὴν ἐμπλοκὴ τῆς Ὀρθοδοξίας στὶς προσπάθειες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Λέει : «Ἡ Ὀρθοδοξία γιʼ αὐτοὺς τοὺς ἐπισκόπους (τούς οἰκουμενιστὲς) φαινόταν ἁπλῶς ἕνα ἄλλο δόγμα, ἁπλῶς μιὰ κοινότητα πού ὁμολογοῦσε μιὰ πίστη, ἕνα μέρος μίας “ἀόρατης ἐκκλησίας”, ἀλλὰ ὄχι ἡ Una Sancta.
Ἦταν πραγματικὰ ἐκπληκτικὸ καὶ μοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια. Ἀλλὰ αὐτό, φοβᾶμαι ὅτι μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ “νὰ δουλεύουμε μαζὶ οἰκουμενικά”. Τὸ πρακτικὸ ἀποτέλεσμα εἶναι νὰ σμικρύνουμε ὅποια ἰδέα ἱεραποστολῆς σὲ ἐκεῖνο τῆς ποιμαντορικῆς ὑπηρεσίας τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν στὶς χῶρες τους.
Εἶναι λυπηρὸς ὁ προσδιορισμὸς τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς φυλετικῆς πίστης παρὰ ὡς μίας παγκόσμιας πίστης. Γιατί τότε νὰ ἔχουμε ἱεραποστολές, ἐὰν τὸ μόνο πού ζητᾶμε εἶναι ἀποδοχὴ σὰν ἕνα ἄλλο δόγμα χριστιανικὸ καὶ ὄχι σὰν τὴν Ἐκκλησία»13;
Πῶς θὰ γίνει ἡ ὑπερπήδηση καὶ ὑπέρβαση ὅλων αὐτῶν τῶν ἐμποδίων ;
Πρῶτο ἀναγκαῖο μέτρο εἶναι ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἄσκηση.
Δεύτερο, ἡ ἀναζωπύρωση τοῦ μοναχισμοῦ , τῆς ἐνορίας καὶ τῆς θεολογίας.
Τρίτο, ἡ εὐχαριστιακὴ σύναξη στὴν ἐνορία .
Τέταρτο, ὁ ἀναβαπτισμὸς τῆς Θεολογίας στὸ πνεῦμα τῆς Πατερικῆς Θεολογίας.
Καὶ πέμπτο, ἡ καλλιέργεια τῆς ζωοποιοῦ θεολογίας , δηλ. τῆς θεολογίας πού τρέφεται ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο, τὰ ἱερὰ Μυστήρια, τὴν θεία Λατρεία, τὴν ἱερὰ ἐξομολόγηση καὶ τὸν ὀρθόδοξο μοναχισμό.
Ὁ πατὴρ Δημήτριος Στανιλοάε, κορυφαῖος ὀρθόδοξος Ρουμάνος θεολόγος, ἔγγαμος ἱερεύς, λέει ὅτι θὰ πρέπει νὰ ἐφαρμόσουμε ὀρθόδοξες θεολογικὲς προϋποθέσεις στοὺς διαλόγους, πού διεξάγει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς θρησκεῖες.
Οἱ προϋποθέσεις αὐτὲς εἶναι οἱ ἑξῆς· Νὰ ἐπιτευχθεῖ:
α) ἑνότητα στὴν διοίκηση τῆς Ἐκκλησία ς· δηλ. νὰ δεχθοῦν οἱ αἱρετικοὶ καὶ ἀλλόθρησκοι τὸ συνοδικὸ σύστημα διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
β) ἑνότητα στὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ζωή, ὅπως αὐτὲς ἐκφράζονται στὴν ἁγία παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, στὴν Ἁγία Γραφή, στὶς ἀποφάσεις τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων, στοὺς ἱεροὺς κανόνες καὶ στὰ συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ θεολόγων τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ
γ) ἑνότητα στὴν θεία λατρεία τῆς Ὀρθοδοξίας 14.
Λέει καὶ ὁ κορυφαῖος ὀρθόδοξος Ρῶσος θεολόγος τοῦ 20οῦ αἰ., ἔγγαμος ἱερεύς, πατὴρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ· «Σὰν μέλος καὶ ἱερεὺς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία, μέσα στὴν ὁποία βαπτίσθηκα καὶ ἀνατράφηκα, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ἡ μόνη ἀληθινὴ Ἐκκλησία. Καὶ τὸ πιστεύω γιὰ πολλοὺς λόγους:
Ἕνεκα τῆς προσωπικῆς πεποιθήσεως καὶ ἕνεκα τῆς ἐσωτάτης βεβαιώσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού πνέει στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἕνεκα τῶν ὅσων εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίζω ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀπὸ τὴν καθολικὴ (ὀρθόδοξη) παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶμαι ὑποχρεωμένος, λοιπόν, νὰ θεωρῶ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες χριστιανικὲς “ἐκκλησίες” ὡς ἐλαττωματικὲς καὶ σὲ πολλὲς περιπτώσεις μπορῶ νὰ προσδιορίσω αὐτὲς τὶς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων “ἐκκλησιῶν” μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια.
Γιʼ αὐτό, λοιπόν, ἡ ἕνωσις τῶν Χριστιανῶν, γιὰ ʼμένα, σημαίνει ἀκριβῶς τὴν παγκόσμια ἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθοδοξία. Δὲν ἔχω καμμία ἀπολύτως ὁμολογιακὴ πεποίθηση· ἡ πεποίθησίς μου ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στὴν Una Sancta, στὴν “Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν, Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν”, τὴν Ὀρθοδοξίαν»15.
Ὁ πατὴρ Γεώργιος ὁμολογεῖ ὅτι οἱ αἱρετικὲς ὁμάδες τοῦ παπισμοῦ, τῶν προτεσταντῶν, τῶν μονοφυσιτῶν, τῶν Ἰουδαϊστῶν, τῶν μουσουλμάνων, τῶν Ἰνδουϊστῶν, τῶν Βουδιστῶν, τῶν σατανολατρῶν, τῶν εἰδωλολατρῶν, ἔχουν ἐλλείψεις, εἶναι ἐλαττωματικές, καὶ δὲν ὁδηγοῦν στὴν σωτηρία, στὸν ἁγιασμὸ καὶ στὴ θέωση.
Καὶ συμ- πληρώνει: «Γιʼ αὐτό, λοιπόν, ἡ ἕνωσις τῶν Χριστιανῶν, γιὰ ʼμένα, σημαίνει ἀκριβῶς τὴν παγκόσμια ἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθοδοξία».
Ἀπʼ ὅτι φαίνεται ὁ π. Φλωρόφσκυ ἦταν πολὺ εὐγενικὸς καὶ ὁμολογητὴς συγχρόνως. Ἐμεῖς, ὅμως, εἴμαστε λίγο περισσότερο ἀπὸ τὸ κανονικὸ φονταμενταλιστές, μισαλλόδοξοι, γραφικοί, ὀπισθοδρομικοί, ρατσιστὲς καὶ ξενόφοβοι.
Αὐτὸ τὸ ἀποδεικνύει μὲ τὰ λόγια του ἕνας ἀφρικανὸς Κενυάτης ἱερωμένος, ὁ ὁποῖος λέγει τὰ ἑξῆς: «Ὅταν ἦλθαν οἱ Εὐρωπαῖοι ἱεραπόστολοι, παπικοὶ καὶ προτεστάντες, στὴν Ἀφρική, αὐτοὶ εἶχαν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐμεῖς τὴν ἀφρικανικὴ γῆ. Μετὰ ἀπὸ μερικὰ χρόνια, ἐμεῖς οἱ Ἀφρικανοὶ πήραμε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ Εὐρωπαῖοι, ἱεραπόστολοι, στρατιωτικοὶ καὶ πολιτικοί, πήρανε κτητικὰ τὴν ἀφρικανικὴ γῆ».
Καὶ αὐτὸ συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Οἱ ἀποικιοκράτες Ἀμερικανοὶ καὶ οἱ Εὐρωπαῖοι σύμμαχοί τους, μὲ τὴν ἐλεγχόμενη ἀπὸ τοὺς Σιωνιστὲς οἰκονομικὴ κρίση, μαζεύουν τὸν πλοῦτο τῆς γῆς στὰ χέρια τους.
Ἴσως ὁ Θεός, λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἐπιτρέπει νὰ γίνει κάτι κακὸ παγκοσμίως. Ἂς μετανοήσουμε καὶ ἂς ἀγωνισθοῦμε ἐναντίον τῶν παθῶν μας ὁ καθένας μὲ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ προσευχὴ καὶ νὰ ἀγωνισθοῦμε νὰ μὴ ἐπικρατήσουν στὴ γῆ ὁ διάβολος καὶ τὰ ὄργανά του.
Τέλος, ὁ Ἐπίσκοπος Γκάνας Παντελεήμων ἐπισημαίνει: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἱεραποστολὴ μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς ὁ πιὸ γνήσιος διαθρησκειακὸς καὶ διαχριστιανικὸς “διάλογος τῆς ἀγάπης” τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν ἄνθρωπο, διότι εἶναι ἐρριζωμένος καὶ θεμελιωμένος μέσα στὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι “ἡ Ὁδός, ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή”16.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἱεραποστολὴ ζώντας μέσα σʼ ἕνα διαθρησκειακὸ καὶ διαχριστιανικὸ περιβάλλον ἀπευθύνει τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου σʼ ὅλους τούς λαούς.
Καλεῖ ὅλους πρὸς μετάνοια, ἐπιστροφὴ καὶ τοὺς δίδει τὴν εὐκαιρία νὰ γίνουν μέλη Χριστοῦ, μέτοχοι “θείας φύσεως”17. Σέβεται τὸν ἄνθρωπο, γιʼ αὐτὸ καὶ δὲν ἐκβιάζει, οὔτε προσηλυτίζει, ἀλλὰ κηρύττει ἁπλὰ καὶ μόνο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας.
Σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἡ Ὀρθόδοξη Ἱεραποστολὴ ὡς ἀποστολὴ μέσα στὸν κόσμο δὲν παραδέχεται τὴν ὕπαρξη ἄλλων μυστηρίων ἔξω ἀπʼ αὐτή, οὔτε θεωρεῖ τὶς “ἱερο”πραξίες τῶν αἱρετικῶν ὡς μυστήρια, ἀλλὰ ὡς ἀπραξίες.
Ὁ ἑτερόδοξος ἢ ὁ ἑτερόθρησκος εὑρίσκεται ἐκτός τῆς σωτηριώδους Κοινωνίας, τῆς “communio”, μέχρις ὅτου ἐπιστρέψει μὲ εἰλικρινῆ μετάνοια ἀπὸ τὴν αἵρεση στὴν Κανονικὴ Ἐκκλησία.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἀνοικτὴ στὸ διαθρησκειακὸ καὶ διαχριστιανικὸ “διάλογο ἀγάπης”, ἀλλὰ χωρὶς νὰ θυσιάζει τὴν ἀλήθεια ὑπὲρ τῆς ἀγάπης ἢ μᾶλλον τῆς ψευδοαγάπης.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἱεραποστολὴ μέσα στὸ σύγχρονο διαθρησκειακὸ καὶ διαχριστιανικὸ κόσμο ἀποτελεῖ τὴν πιὸ ἐγγυημένη παρουσία, γιὰ ἕνα εἰλικρινῆ διαθρησκειακὸ καὶ διαχριστιανικὸ “διάλογο ἀγάπης”, πού ἀπευθύνεται στὸν ἄνθρωπο ὄχι μὲ ἀκαδημαϊκὴ ὑψηλοφροσύνη, ἀλλὰ μὲ τὴν Χριστοκεντρικὴ ταπείνωση καὶ ἀλήθεια.
Ἐξάλλου θὰ πρέπει νὰ μᾶς προβληματίζει τὸ γεγονὸς ὅτι, ἐνῶ γίνονται γιὰ τόσα χρόνια Διεθνῆ Διαχριστιανικὰ Συνέδρια, ἐν τούτοις, καὶ αὐτὸ μένει ὡς ἐρώτημα, πόσα μὴ Ὀρθόδοξα μέλη αὐτῶν τῶν Διαχριστιανικῶν Συνεδρίων, πού ἄκουσαν τὴ μαρτυρία τῆς ἀληθείας, ἐγκατέλειψαν καὶ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν αἵρεσή τους καὶ ἔγιναν Ὀρθόδοξοι»18;
Ὑποσημειώσεις:
1.Ματθ. 28, 19-20.
2. ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Θέματα ἐκκλησιολογίας καὶ ποιμαντικῆς, ἐκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 1999, σσ. 169-177.
3. ΜΗΤΡ. ΓΛΥΦΑΔΑΣ ΠΑΥΛΟΣ, «“Συναφειακές”, “Μεταπατερικὲς” καὶ ἄλλες θεολογικὲς ἀναζητήσεις σὲ συνέδριο τῆς θεολογικῆς Ἀκαδημίας τοῦ Βόλου», Θεοδρομία ΙΒ4 (Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2010) 496.
4. Ματθ. 3, 2 καὶ 4, 17.
5. ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός», Θεσσαλονίκη 1974, σ. 224.
6. ΑΡΧΙΜ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, «Ὁ Οἰκουμενισμὸς χωρὶς μάσκα», ἐκδ. Ὀρθόδοξος Τύπος, Ἀθήνα 1988, σσ. 23, 25.
7. ΑΡΧΙΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ, 5η ὁμιλία στὸν προφήτη Δανιὴλ τῆς 15-11-1981. Σχ. βλ. Χριστιανικὴ Σπίθα (Μάϊος 2011) 1.
8. «Ὁ Οἰκουμενισμός», ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 2004, σσ. 5-6. 9. ΜΙΧΑΗΛ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ, «Ὁ Συγκρητισμός»,Ὀρθόδοξος Τύπος (23-7-2004) 1-2.
10. Ματθ. 10, 16.
11. Ὁ Οἰκουμενισμός, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 2004, σ. 8.
12. Ματθ. 23, 14-15.
13. π. ΙΩΑΝΝΗΣ REEVES, «Ἡ ἐπίδραση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὴ Μαρτυρία Πίστεως καὶ στὴν Ἱεραποστολή», Οἰκουμενισμός. Γένεση-Προσδοκίες- Διαψεύσεις, τ. Β΄. ἐκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 961- 973.
14. π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΤΑΝΙΛΟ- ΑΕ, Γιὰ ἕνα ὀρθόδοξο οἰκουμενισμό, ἐκδ. Ἄθως - Σταμούλης, Πειραιᾶς - Ἀθήνα 1976.
15. π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 1989, σ. 219.
16. Ἰω. 14, 6.
17. Β΄ Πέτρ. 1, 4.
18. ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΓΚΑΝΑΣ ΠΑΝ ΤΕΛΕΗΜΩΝ, «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἱεραποστολὴ σὲ διαθρησκειακὸ καὶ διαχριστιανικὸ περιβάλλον», Οἰκου- μενισμός. Γένεση - Προσδοκίες - Διαψεύσεις, τ. Β΄. ἐκδ. Θεοδρομία, Θεσ- σαλονίκη 2008, σσ. 975-984.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου