Η πορεία ενός Ινδιάνου, φυλάρχου των Mohawk στην αγκαλιά της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Μία σύγχρονη ιστορία ορθόδοξης "σαλότητας" μέσα στους ινδιάνικους καταυλισμούς του Καναδά
πηγή: oode
του Γιάννη Χατζηνικολάου
πηγή: oode
του Γιάννη Χατζηνικολάου
Σάββατο βράδυ. Λιγοστά φώτα. Στη ρωσική
Μητρόπολη των Αγίων Πέτρου και Παύλου ο εσπερινός μόλις έχει αρχίσει. Οι σκιερές
σιλουέτες των λιγοστών πιστών που παρευρίσκονται, παίρνουν όγκο καθώς ανάβουν τα
κεριά στα μανουάλια. Το τέμπλο υποβλητικό, φτιαγμένο από έμπειρους τεχνίτες στις
αρχές του αιώνα...
Είναι η δεύτερη μου φορά στον Εσπερινό,
πάνε χρόνια τώρα... Το «φως ιλαρόν» στα σλαβονικά δημιουργεί μια αίσθηση
εσώτερης γαλήνης και ανάπαυσης. Όλα δέονται τούτη την ώρα για την μέρα που
φεύγει και για την μέρα που έρχεται. Μετά την τρέλα της μέρας τούτο το
ευχαριστιακό καταφύγιο καθησυχάζει τα θηρία του νου...
Μέσα στο ημίφως διακρίνω μερικά προφίλ. Μια
γερόντισσα ρωσίδα με το εγγονάκι της, ένα ψηλό ξερακιανό μεσήλικα, μια
κοπελίτσα γύρω στα δεκαπέντε, μια νεαρή οικογένεια με τα δυο τους παιδάκια...
και ξάφνου το μάτι μου πέφτει κοντά στο μεγάλο παράθυρο. Ακριβώς από κάτω
διακρίνω μια μορφή αλλιώτικη από τις άλλες. Ένας πενηντάρης Ινδιάνος με έντονα
χαρακτηριστικά και με μαλλιά δεμένα κότσο που φτάναν μέχρι τη μέση. Το βλέμμα
μου σταμάτησε πάνω του. Μια περίεργη φιγούρα ασυνήθιστη. Φαντάστηκα πως θα ‘ταν
επισκέπτης.
Στο τέλος της ακολουθίας δεν συγκρατήθηκα.
Πήγα κοντά του να τον γνωρίσω.
-Γιάννης, του λέω στα αγγλικά.
Καλώς ήρθες.
- Βλαδίμηρος, μου απαντά.
- Είμαι Έλληνας∙ εσύ; τον ρωτώ.
- Και γω, μου λέει.
Κάπου εκεί τα ‘χασα. Ήταν το μόνο που δεν
περίμενα ν’ ακούσω!
- Μιλάς ελληνικά; του λέω.
Σκέφτεται λίγο και μετά μου απαντά.
- «Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς
τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος».
Τελειώνοντας την φράση του ξεκαρδίζεται στα
γέλια. Δεν ξέρω τι να πω.
- Είμαι Ινδιάνος, μου λέει κοφτά. Κάπου
όμως αισθάνομαι και Ρώσος και Έλληνας και Σέρβος και Ρουμάνος, γιατί... είμαι
ορθόδοξος...
Το μάτι του γυάλισε και μαζί και το δικό
μου φυλλοκάρδι...
Κάπως έτσι γνωριστήκαμε με τον Βλαδίμηρο.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Frank Natawe,
πριν γίνει ορθόδοξος και βαπτιστεί Βλαδίμηρος. Ήθελα πάρα πολύ να μάθω την
ιστορία του, από περιέργεια και ενδιαφέρον συνάμα.
Κάποτε, αρκετά αργότερα, γίναμε φίλοι.
Ανταλλάξαμε κουβέντες και περιπάτους πολλούς, κυρίως στο χωριό του το ινδιάνικο.
Μου ‘δειξε δρόμους και τρόπους άγνωστους σε μας τους λευκούς. Πάντα απλά και
ανεπιτήδευτα. Χωρίς ίχνος έπαρσης. Είχα κοντά του μια έντονη αίσθηση μαθητείας
και, όταν την εξομολογιόμουνα σ’ αυτόν, κείνος μου ‘λεγε πως τα ωραία πράγματα
είναι αμοιβαία.
Μου ‘χει μείνει αξέχαστο τον πρώτο καιρό
όταν παρασυρμένος από νεανικό ενθουσιασμό του ‘κανα δύσκολες ερωτήσεις. Εκείνος
ατάραχος μου ‘λεγε:
- Δεν ξέρω∙ θα μου πεις εσύ;
Κι όταν μια φορά βαρέθηκα ν’ ακούω το «δεν
ξέρω» τον παρακάλεσα επίμονα να μου πει κάτι, εκείνος με λυπήθηκε και μου ‘πε:
- Ε! αφού επιμένεις θα σου πω, αφού ρωτήσω
πρώτα την φίλη μου.
Πετάχθηκε όρθιος και στη συνέχεια ξαπλώθηκε
στο χώμα και έβαλε το αυτί του πάνω στη γη.
- Τι κάνεις; του λέω.
- Ρωτάω τη γης, μου λέει και, πριν
καλά καλά συνέλθω από τη σαστιμάρα μου συνέχισε μισο-δισταχτικά:
- Σαν τον Αλιόσα τον Καραμάζωφ.
Από τότε δεν επέμενα ξανά για απαντήσεις.
Μάλλον ζούσα μαζί του την έκπληξη της ατάραχης αστραπής που γεννάει βροχούλα και
τρέφει τη γης...
Πάει λίγος καιρός που ο Βλαδίμηρος έφυγε
από κοντά μας. Το τέλος του με συγκλόνισε μαζί με την διαθήκη του. Τώρα πια που
η αίσθηση της μορφής του αντί να ξεχαστεί παραβγαίνει μπροστά μου συχνά-πυκνά,
είπα να καταγράψω στο χαρτί περιστατικά, εικόνες, αναμνήσεις, λόγια και
εκφράσεις του, δίνοντας έτσι ένα σκιαγράφημα της παρουσίας του ανάμεσά μας...
μπας και ακούσει και το δικό μου τ’ αυτί... την πολύκροτη σιγή της μάνας γης του
Βλαδίμηρου κατ’ εμένα Καραμάζωφ...
Γεννήθηκε στον καταυλισμό των Ινδιάνων (Indian
reserve) Caughnawaga,
έξω από το Μόντρεαλ, όπου και έζησε μέχρι την κοίμησή του. Το χωριό έχει σήμερα
5.000 Ινδιάνους. Φτιαγμένο με κυβερνητική δαπάνη, δίπλα στο ποτάμι, στεγάζει το
μεγαλύτερο μέρος των Ινδιάνων της περιοχής. Οι Ινδιάνοι, ως οι μόνοι αυτόχθονες
της Αμερικής μαζί με τους Εσκιμώους, απολαμβάνουν ιδιαίτερα προνόμια και
μεταχείριση, λόγω του ότι παραχώρησαν εκτάσεις από την «μητέρα γη», όπως την
αποκαλούν, στους λευκούς αδελφούς τους.
Τα προνόμια αυτά, όπως το να μην χρειάζεσαι
διαβατήριο και συγχρόνως να απολαμβάνεις την κρατική μέριμνα, ερμηνεύονται
μερικές φορές σαν σκόπιμη προσπάθεια των λευκών να κρατήσουν τους Ινδιάνους
αμόρφωτους και τεμπέληδες, πράγμα που συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό. Το ποσοστό των
αλκοολικών είναι πολύ υψηλό. Ο αγώνας για επιβίωση, ως ομάδας, είναι η
καθημερινή τους μέριμνα, μαζί με την διαιώνιση των παραδόσεών τους, για τις
οποίες αισθάνονται ιδιαίτερη περηφάνεια. Διοικούνται με έναν ιδιότυπο τρόπο, που
ίσως έχει όμως πολλά να διδάξει στις σύγχρονες «πολιτισμένες» πολιτικές και
κοινωνικές μας δομές.
Το ανώτερο όργανο είναι η Ομοσπονδία (Confederation)
όλων των ινδιάνικων φυλών. Υπάρχει σεβασμός στους αρχηγούς και τους γέροντες (elders)
και γερόντισσες κάθε φυλής από γενιά σε γενιά. Η αγάπη και ο σεβασμός του ενός
για τον άλλον αποτελεί το θεμέλιο της Ομοσπονδίας.
Στο χωριό
Caughnawaga υπάρχουν βασικά τρεις φυλές Ινδιάνων. Η
πλειοψηφία όμως είναι Mohawk
(Μόχακ). Το χωριό υπάρχει από το 1600 περίπου και αποτελεί το κυριότερο κέντρο
της φυλής Mohawk. Παραδοσιακά
οι Ινδιάνοι ήταν ψαράδες, κυνηγοί και τεχνίτες ξύλου και δερμάτων. Οι τελευταίες
γενιές ασχολούνται περισσότερο με τις σιδηροκατασκευές και τις οικοδομές.
«Το χωριό μας», μου λέει ο Βλαδίμηρος,
«μαζί με αρκετούς άλλους ινδιάνικους καταυλισμούς, μεταστράφηκε τον 18ο
αιώνα σ’ ένα μεγάλο βαθμό σε ρωμαιοκαθολικό προτεκτοράτο. Στην πραγματικότητα οι
καθολικοί μισσιονάριοι επεδίωξαν πάση θυσία την ομαδική μεταστροφή δια της βίας.
Όχι με αγάπη αλλά με την θηλειά στο λαιμό. Καταπάτησαν παραδόσεις αιώνων και
χρησιμοποίησαν άλλες σαν εφαλτήρια για τα δικά τους σχέδια. Εγώ μέχρι τα 32 μου
ακολούθησα την πεπατημένη οδό. Όπως έλεγε η μάνα μου – που ‘ταν η γερόντισσα
αρχηγός της φυλής: «Τη μέρα ρωμαιοκαθολικός για τα μάτια του κόσμου και το βράδυ
Ινδιάνος για τα μάτια της ψυχής». Τότε όμως στα 32 μου δεν άντεξα τον στενό
κλοιό, την θηλειά που φορούσα, και επαναστάτησα με τον δικό μου τρόπο... Έψαξα
για χρόνια στις ρίζες μας, έμαθα όλες τις γλώσσες μας, σπούδασα στα πανεπιστήμια
των λευκών – που για Ινδιάνο της γενιάς μου ήταν το πιο ασυνήθιστο. Με είχαν για
χρόνια περιοδεύοντα λέκτορα συγκριτικής γλωσσολογίας. Πολλές φορές ανέντιμα
έπαιρνα την θέση παλιάτσου στα ακαδημαϊκά τους παιχνίδια, μια και γι’ αυτούς
ήμουν πουλί σπάνιο, εξωτικό, με άλλα φτερά. Σύγκρινα τις δικές μας λέξεις με τις
δικές τους τις γαλλικές και αγγλικές, τα χούγια τα δικά μας με τα δικά τους.
Ήταν φορές που ένιωθα πως με κοιτούσαν σαν αρχαιολόγοι που ψαχούλευαν
απολιθώματα... Για μένα όμως και μόνο η συνάντηση αυτή, η πολιτισμική, άσχετα με
την ανταπόκριση είχε χαρά και λύπη μαζί. Η δική μου επανάσταση βροντούσε γιατί
ήταν αθόρυβη σαν του λαγού το πάτημα... Η μάνα μου – ο στύλος του χωριού – ήταν
για μένα πηγή σοφίας και πόνου μεγάλου. Ήταν ο ... ινδιάνικος Ζωσιμάς μου...»
(Πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισε...)
«Ο δρόμος μου προς την Ορθόδοξη Εκκλησία
ήταν «κρυφό μονοπάτι», όπως λέμε στη γλώσσα μας. Κάποτε όμως το δίχτυ της με
έπιασε και από τότε πορεύομαι πολύ διακριτικά, κουβαλώντας ένα βαρύ σταυρό. Η
αφορμή για μένα ήρθε από την γλωσσολογία. Πάντα ήταν ο τομέας που με
εντυπωσίαζε. Παίρνοντας μαθήματα γλωσσολογίας, συγκινήθηκα κάποτε διαβάζοντας
τους βίους των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, που ονομάζονται Απόστολοι των
Σλαύων. Μου προξένησε ιδιαίτερο ενδιαφέρον το κυριλλικό αλφάβητο και η μετέπειτα
σλαβονική γλώσσα. Ρώτησα τον καθηγητή μου αν μπορούσα να ακούσω κάπου να μιλάνε
σλαβονικά. Μου είπε να επισκεφτώ μία από τις ρωσικές εκκλησίες .Τηλεφώνησα στη
μια και απάντησε ο αυτόματος τηλεφωνητής. Τηλεφώνησα στην άλλη και μια
συμπαθητική φωνή μου είπε πως κάνουν εσπερινό στις 7 το βράδυ και Λειτουργία την
Κυριακή στις 10 π.μ. Ρώτησα αν μπορώ να πάω. Μου απάντησε βεβαίως. Του είπα πως
δεν είμαι Ρώσος ούτε Ορθόδοξος. Μου αποκρίθηκε πως η Ορθόδοξη Λειτουργία δεν
είναι μόνο για τους Ρώσους ούτε μόνο για τους Ορθοδόξους, αλλά για όλο τον
κόσμο. Πήρα λοιπόν το θάρρος να πάω ένα Σάββατο για ν’ ακούσω σλαβονικά και να
γνωρίσω τον παπά, που μου μίλησε τόσο όμορφα. Ήταν ένας ιερομόναχος από το
Μαυροβούνι. Το όνομά του π. Αντώνιος... Τώρα σχωρέθηκε κι αυτός... Λοιπόν το
πρώτο Σάββατο που παρακολούθησα τον ορθόδοξο εσπερινό στο μητροπολιτικό ναό των
αγίων Πέτρου και Παύλου έζησα κάτι το πρωτόγνωρο. Βλέποντας τις εικόνες,
ακούγοντας τις μελωδίες, βλέποντας τις μετάνοιες και τα προσκυνήματα, μυρίζοντας
το θυμίαμα, ήταν σαν να βρήκα το ‘’κρυφό μονοπάτι’’»...
«Δεν θα το πιστέψεις, αλλά, από τότε
κάθε λίγο και λιγάκι βρίσκω παραλληλισμούς ανάμεσα στην παράδοση των Ινδιάνων
και στην Ορθόδοξη παράδοση. Κάπου μέσα μου αυτή μου η ανακάλυψη ολοκλήρωνε το
ινδιάνικο ήθος μου και κάπου το συμπλήρωνε. Τον πρώτο καιρό πετούσα στα σύννεφα.
Στην πρώτη μου λειτουργία ρώτησα αν μπορώ να μείνω μετά από τις ευχές των
κατηχουμένων... Μου ‘παν: κάθησε. Κάθησα κι εγώ σαν ινδιάνικος σκύλος! Από τότε
πήγαινα συχνά. Στην αρχή τις Κυριακές, μετά και τα Σάββατα, αργότερα και τις
καθημερινές, όταν είχε μεγάλες γιορτές. Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ένα βράδυ
είχανε εξομολόγηση μετά τον εσπερινό. Ήτανε Σαρακοστή. Στο τέλος ζητούσαν
συγχώρεση όλοι από τον παπά. Εκείνος τους έβαζε το πετραχήλι και τους σταύρωνε.
Πήγα και γω στην ουρά. Μου ‘παν:
- Δεν μπορείς, δεν είσαι Ορθόδοξος. Αυτό
είναι μυστήριο.
- Μα μυστήριο είναι όλη μας η ζωή, είπα.
Ξανασκέφτομαι και τους ρωτάω:
- Λοιπόν, και πως μπορώ να γίνω;
- Να μιλήσεις του παπά, μου λένε.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και θέλησα να
γίνω Ορθόδοξος. Την ημέρα που θα γινόμουνα είχε χιονοθύελλα και δεν μπορούσα να
βγω από το χωριό. Αναβλήθηκε για την γιορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου. Έτσι κι
έγινε... Με ονόμασαν Βλαδίμηρο.
Πολύ πιο ύστερα που ξανασκεφτόμουν την
είσοδο στην Ορθόδοξη εκκλησία, ανέσυρα από τις μνήμες μου μια μορφή επιβλητική
ενός Σέρβου ιερέα, που όταν ήμουν μικρός είχε επισκεφτεί το χωριό μας. Μου ‘χε
κάνει ιδιαίτερη εντύπωση η μορφή και ο τρόπος του. Η μάνα μου θυμάμαι είχε πει:
- Να και ένας που δεν κάνει προπαγάνδα
για την αλήθεια του...»
Πέρασε καιρός και αποφάσισα και πάλι να τον
επισκεφτώ. Αυτή την φορά πήγα μαζί μου δύο φίλους μ’ ένα μικρό αυτοκινητάκι και
εφοδιασμένοι με κασετόφωνα και μικρόφωνα κινήσαμε ένα ηλιόλουστο πρωινό για το
χωριό του, το Caughnawaga. Μας
σύστησε να ανταμώσουμε στο ραδιοφωνικό σταθμό των Ινδιάνων, μια και αυτός για
αρκετά χρόνια εκτελούσα χρέη ραδιοσχολιαστή και μας υποσχέθηκε βόλτες και
κουβέντες στα δικά τους λημέρια...
Τον βρήκαμε πράγματι στο ραδιοφωνικό σταθμό
του χωριού, με τα ακουστικά στα αυτιά, να διαβάζει σε μία-μία τις ινδιάνικες
γλώσσες την πρωινή προσευχή. Μετά στα γαλλικά και τα αγγλικά. Βέβαια οι ακροατές
του... δεν έβλεπαν το δικό του σταυροκόπημα.
Τον περιμέναμε με ευλάβεια να τελειώσει...
Έβγαλε τα ακουστικά και ήλθε κοντά μας. Ήτανε ομιλητικότερος από άλλες φορές και
μάλλον ευδιάθετος...
- Τι θέλετε να σας πω; Ρώτησε καλόκαρδα.
Σάματις τι να θέλατε εσείς να μάθετε από μένα;
- Πες μας ό,τι θες, του αποκρίνεται ο
Γρηγόρης. Να, ας πούμε για τον λαό σου, τις γιορτές σας, την αποστολή σου...
- Πας πολύ γρήγορα, απάντησε. Ένα – ένα.
- Λοιπόν, ο λαός μου...
Του πήρε καιρό να απαντήσει. Καθόταν σε μια
πολυθρόνα και διαπίστωσε πως δεν τον βόλευε... Την παράτησε και κάθησε στο
χαγιάτι... να ‘ρθει στο επίπεδό μας...
«Ο λαός μου είναι απλός όπως και το φαΐ
του. Ο αρχηγός της φυλής είναι άνδρας, μα τον διαλέγει το συμβούλιο των
γυναικών-γεροντισσών της φυλής. Οι τελετές μας όλες οι ομαδικές γίνονται στο
‘’μακρύ σπίτι’’ (long house).
Αυτό έχει δύο πόρτες. Από την ανατολική μπαίνουν οι άνδρες, από την δυτική οι
γυναίκες. Η κατασκευή του είναι πολύ απλή, όπως άλλωστε και οι περισσότερες
τελετές μας. Στους γάμους αναπόσπαστο στοιχείο της τελετής είναι η ευλογία των
γερόντων. Στις κηδείες για τις γυναίκες και τους άνδρες όταν τους μεταφέρουν στο
μακρύ σπίτι μπαίνουν από την δική τους ο καθένας πόρτα, αλλά πάντα το κεφάλι του
νεκρού κοιτάζει προς την ανατολή. Μετά εννιά μέρες έχουμε φαγητό (μακαριά) χωρίς
όμως αλάτι...»
Και ξαφνικά πετάχθηκε ορθός, γιατί ο δίσκος
που ‘χε βάλει να παίζει για το σταθμό είχε κολλήσει. Έβαλε κάτι άλλο, έκανε μια
ανακοίνωση και ξαναγύρισε κοντά μας...
«Τι λέγαμε... Α! Για τις τελετές. Θα σας
δείξω πριν βραδυάσει το μακρύ σπίτι... Τώρα για τις γιορτές μας. Όλος ο χρόνος
είναι γιορτή... (ξεκαρδίστηκε στα γέλια). Έχουμε το μεσοχείμωνα (4 μέρες
γιορτή), την γιορτή του χιονιού, της πρωτανθιάς, του πρώτου καρπού – που ‘ναι το
βάτο, τη γιορτή της άφθονης καρπιάς (των ευχαριστιών), την γιορτή του αλωνιού (4
μέρες), την γιορτή του περισσεύματος, της βροχής και του σποριά, και ο κύκλος
ξαναρχίζει. Κάτι σαν εκκλησιαστικό ημερολόγιο της γης μας της ιερής...»
Πήρε πάλι βαθιά ανάσα και συνέχισε:
«Δεν λέμε πολλά, ούτε τρώμε πολύ, δεν
θυμώνουμε πολύ, αγαπούμε αυτό που μας δόθηκε και συνέχεια ευχαριστούμε για τον
καρπό...»
- Έχεις μήπως ταμπάκο; με ρώτησε.
- Όχι, του λέω.
- Εμείς, ξέρεις, το ταμπάκο το μασάμε, το
τρώμε δηλαδή, δεν το καπνίζουμε. Όταν το καπνίσεις γίνεται αέρας, όταν το τρως
γίνεσαι ένα μαζί του και ευλογάς τη γη που στο ‘δωσε. Τι άλλο με ρώτησες; Α,
ναι! Για την αποστολή μου...
«Τι να σας πω. Ο λαός μου βαρέθηκε τους
ιεραποστόλους. Έρχονταν χρόνια τώρα μάλλον για να πάρουν παρά να δώσουν... Δεν
σκύβανε να δουν τι είχαμε εμείς. Φέρναν τον οδοστρωτήρα, γκρέμιζαν και μετά
άρχιζαν την.. ευαγγελική σπορά.
Εκείνος όμως ο Σέρβος ήταν αλλιώτικος.
Έδωσε με την παρουσία του... δεν πήρε τίποτα από μας, εκτός από ένα κομμάτι απ’
την καρδιά μας. Αυτό είναι που αγάπησα όταν διάβασα αργότερα για τον άγιο
Γερμανό της Αλάσκας και την ιστορία των Ορθόδοξων ιεραποστολών μεταξύ των
Εσκιμώων... είναι αναπόφευκτο να κάνει το μυαλό μου συγκρίσεις... όσο κι αν
προσπαθεί...
Θυμάμαι τον Ιησουίτη που μου ‘πε
κατάμουτρα πως είχε εντολή να μου διδάξει πνευματικότητα. Όταν έφυγε από το
σπίτι μας η μάνα μου έφτυσε τον κόρφο της, λέγοντας πως: ‘’εμείς, παιδί μου,
είμαστε λαός πνευματικός, ενώ αυτός, και ο Χριστός του να ‘ρχόταν θα τον κάθιζε
στο σκαμνί να τον διδάξει...’’».
- Υπάρχουν κι άλλοι ορθόδοξοι μέσα στους
Ινδιάνους; Ρώτησε ξανά ο Γρηγόρης.
- Γνώρισα έναν Εσκιμώο Ορθόδοξο στο
Plattsburg και έναν ακόμα
Mis Mac πανύψηλο. Μπορεί να υπάρχουν
και άλλοι που εγώ δεν ξέρω. Στο ινδιάνικο όμως νοσοκομείο έχουμε ένα ζευγάρι
γιατρούς Σέρβους, τους Moscovitch.
Χρυσοί άνθρωποι∙ αγαπάνε τον κόσμο μας ιδιαίτερα και τον βοηθάνε».
Η
Lesley
τον κοίταξα κατάματα.
- Πες μας, αν θέλεις, για αυτήν
την ιστορία με τις ινδιάνικες μάσκες[*].
Το ‘γραψαν όλες οι εφημερίδες και αναφερόταν σ’ όλες το όνομά σου. Τι συνέβη
ακριβώς.
Ο Βλαδίμηρος κάθισε σταυροπόδι και αφού
πήρε κάποιο χρόνο να σκέφτεται, απάντησε:
«Για μας οι μάσκες αυτές είναι ιερές.
Τις φυλάμε πάντα στο σκοτάδι και τις προφυλάσσουμε με μεταξωτά υφάσματα. Είναι
το... άγιος μας πρόσωπο που ψάχνουμε. Το βρίσκουμε στη σιωπή, στα σκοτεινά,
όπου βρίσκουμε και το φως της ψυχής μας. Η ψυχής μας δεν εκτίθεται ούτε σε
εκθέσεις ούτε σε φωτά τεχνητά... Αυτοί που έφτιαξαν την έκθεση έχασαν την έννοια
του ιερού, γι’ αυτό αγωνίζονται ‘’με το γάντι’’ να την εξαφανίσουν και απ΄ την
ψυχήν μας... Εμείς αγαπάμε την γη, γιατί ξέρει να σιωπά και να δίνει καρπό.
Μάθαμε ταπεινά να την αγαπάμε, να την τιμάμε. Είναι σαν την Παναγιά την
Ορθόδοξη... μια και σας αρέσουν οι παραλληλισμοί... Είπα πολλά όμως. Για να
σηκωθείτε τώρα να σας δείξω το χωριό μου...»
Μπαίνοντας στ’ αυτοκινητάκι κάθησα στη θέση
του οδηγού. Ο Βλαδίμηρος συνοδηγός άρχισε την ξενάγηση:
«Εδώ βλέπετε στο κέντρο του χωριού την
εκκλησιά την καθολική . Είναι αφιερωμένη στην αγία
Kateri Tekakwitha, μια Ινδιάνα, που ο πάπας ανακήρυξε
αγία. Έχουμε στην εκκλησία αυτή τα οστά της, που κάνουν θαύματα. Εδώ είναι
προσκύνημα λαϊκό. Η ζωή της είναι όμορφη σαν παραμύθι... Για μένα ήταν σαλή δια
Χριστόν... Ήταν σαλή με χάρη... Έκαμνε τούμπες στο χιόνι για τον εξαγνισμό της
καρδιάς της... Οι χωριανοί μου – όσοι γίνουν καθολικοί – δεν πολυαγαπάνε την
καθολική προπαγάνδα, αλλά ευλαβούνται την δικιά τους αγία, που η πίεσή τους στο
Βατικανό επέφερε την αναγνώρισή της... Δίπλα στην εκκλησιά έχουμε ένα μικρό
μουσείο. Εκεί μπορεί να βρει κανείς τον χάρτη της ομοσπονδίας που περιγράφει
αναλυτικά όλες τις ινδιάνικες φυλές, τα σύμβολα, τους αριθμούς, τους τόπους απ’
όπου ιστορικά προήλθαν, την ιστορική τους πορεία, τις γλώσσες τους... Γίνανε όλα
αυτά κομμάτι του... μουσείου... – Προχώρα τώρα προς τα δω, δεξιά... Ετούτο είναι
το Πολιτιστικό μας κέντρο. Από πάνω ο ραδιοφωνικός σταθμός όπου με
συναντήσατε... Εκεί κάνω τις εκπομπές... Τώρα στο Τριώδιο και μετά στη Σαρακοστή
βάζω πολλή δυτική πνευματική μουσική και λίγο-λίγο ορθόδοξες σπόντες, για να μην
προκαλέσω. Ινδιάνικη πνευματική μουσική δεν επιτρέπεται στο σταθμό, είναι μόνο
για το «μακρύ σπίτι». Το πολιτιστικό κέντρο επιδοτείται από το κράτος των
λευκών. Οι δυνάμεις οι απ’ έξω, «οι πολιτισμένες», θέλουν στα χαρτιά να μας
βοηθήσουν, στην πραγματικότητα όμως θέλουν να μας πνίξουν, να μας ξεφτελίσουν,
να μας εξουθενώσουν, όχι τόσο εμάς, όσο την ψυχή μας και αυτό που κουβαλάμε. Να
μας κάνουν μάσκες για μουσεία, κλόουν στις γιορτές, έρευνα αρχαιολογίας... Δεν
μυρίζονται, μα ούτε υποπτεύονται τι... καπνό φουμάρουμε.»
Ξέσπασε στα γέλια. Κόντεψε να μου φύγει το
τιμόνι... Συνέχισα με τις υποδείξεις του για αριστερά, δεξιά, ίσια, στρίψε
κ.λ.π. Ώσπου σε μια στροφή φάνηκε μπροστά μας ένα μοντέρνο μα πολύ ιδιόρρυθμο
κτίσμα...
«Αυτό είναι το σχολείο μας. Δημοτικό και
Γυμνάσιο. Το πρόγραμμά του είναι καλό, μ’ αρέσει. Είναι πραγματικά ινδιάνικο.
Εκτός από τα κλασικά της ‘’λευκής’’ παιδείας, έχουμε πολλά μαθήματα άγνωστα
μάλλον στους λευκούς. Δεν τα λέμε έθιμα ή κουλτούρα, αλλά ινδιάνικους τρόπους,
ινδιάνικους δρόμους (τα ακούσματα της γης), ινδιάνικους χορούς, ινδιάνικα
τραγούδια και κραυγές (σαν αρχαίο δράμα), ινδιάνικο νόμο και άλλα. Η γης γύρω
από το σχολείο είναι ιερή. Έχουμε και μια αίθουσα σκοτεινή, όχι για φωτογραφίες,
μα... για το φτιάξιμο της... μέσα μας μάσκας.»
- Τώρα πήγαινε ίσια, ανατολικά. Προχώρα
αρκετά μέχρις ότου βγεις στην ευθεία. Δύο – τρία χιλιόμετρα...
«Εδώ είναι το Νοσοκομείο μας. Καινούργιο
κτίσμα και καινούργια ιδέα για μας. Νομίζω ωφέλιμη. Φτιάχτηκε μόλις το 1985.
Μέχρι τότε είχαμε δικούς μας γιατρούς ή καταφεύγαμε στα νοσοκομεία των λευκών.
Όμως... είναι δύσκολα. Το περισσότερο προσωπικό άμαθοι στα δικά μας, δύσκολα να
περιποιηθούν τους γέρους μας. Πρέπει να μπουν στο πετσί μας... Πολλοί
προσπαθούν. Φαίνονται άλλωστε αυτοί που αγαπάνε και διακρίνονται από τους
κλασικούς επαγγελματίες...»
Ο Βλαδίμηρος
Natawe ήταν αρχηγός της φυλής του, ο πνευματικός τους
αρχηγός. Ήταν αυτός που διαβάζει τις κηδείες και τους γάμους τους, κάτι σαν
ιερέας τους. Το βράδυ κάθονταν σταυροπόδι στο «μακρύ σπίτι» άκουε τα προβλήματα
των δικών του, τις διαφορές τους, που τις επέλυε δίνοντας συμβουλές. Έπαιζε ένα
ρόλο δικαστή, που ‘ναι μία από τις πιο ισχυρές τους παραδόσεις. Ήταν ποιητής
και μεταφραστής, μαζί και φιλόσοφος. Ήξερε τα προβλήματά τους καλύτερα από κάθε
άλλον, ήξερε και τους αυστηρούς νόμους που διέπουν τις φυλές τους. Όποιος
αρνηθεί τις πατροπαράδοτες αρχές τους και γίνει χριστιανός, του επιτρέπεται να
μένει στο χωριό, αλλά δεν μπορεί να ‘χει κανένα αξίωμα. Φεύγει από το συμβούλιο
των σοφών, των γερόντων, «χάνει την μοίρα του» όπως λένε οι ίδιοι, με τον δικό
τους τρόπο αποκληρώνεται. Όλα αυτά δεν έχουν και πολλή σημασία ίσως για κάποιον
απλή Ινδιάνο, αλλά για τον αρχηγό...
Κανείς μέσα στο χωριό, μέχρι την κοίμησή
του, δεν έμαθε πως ο αρχηγός τους ήταν Ορθόδοξος. Και ο Βλαδίμηρος – που γι’
αυτούς ήταν ο Frank – έζησε και
δούλεψε μ’ αυτούς, γι’ αυτούς, με το μόνιμο φόβο μήπως το μάθουν. Έπρεπε πάντα
να’ ναι μετρημένος, προσεκτικός, ευέλικτος, αλλιώς θα γκρεμιζόταν μέσα τους.
Ήταν για χρόνια υπεύθυνος του ραδιοφωνικού σταθμού και δούλευε στο πολιτιστικό
τους Κέντρο. Θεωρούνταν αυθεντία στα θέματα παραδόσεων και συγκινούνταν
αφάνταστα όταν εύρισκε «τους παραλληλισμούς», όπως έλεγε, με την Ορθόδοξη
παράδοση. Μοιράστηκε μαζί μας πολλές από τις εμπειρίες του, επειδή δεν μπορούσε
να τις μοιραστεί με τον λαό του. Μεγάλος σταυρός...
Όταν τα σαββατοκύριακα τον έβλεπα να
βγαίνει από το ιερό της μικρής Ορθόδοξης εκκλησίτσας του
Sign of the Theotokos – που
λειτουργούσε στα αγγλικά και τα γαλλικά – ντυμένος παπαδοπαίδι και κρατώντας την
λαμπάδα μπροστά σε παπάδες και δεσποτάδες, αναλογιόμουν τι καρδιά κουβάλαγε
αυτός ο γερόλυκος Ινδιάνος, που επέμενε να λέγει: «Ο Θεός ξέρει». Και δος του
και έκανε στρωτές μετάνοιες, για να του δίνει ο Θεός φώτιση να κατευθύνει τον
λαό του μέσα από τις φουρτούνες και τις συμπληγάδες και να τον δυναμώνει να
κρατήσει στους ώμους του μέχρι το τέλος το βαρύ φορτίο που του ‘δωσε.
Πέρασαν χρόνια. Κάθε φίλος που μας
επισκεφτόταν στο Μόντρεαλ έπρεπε να κάνει το απαραίτητο ταξίδι – επίσκεψη στο
ινδιάνικο χωριό και να γνωρίσει τον Βλαδίμηρο. Πολλοί κατά καιρούς μου ‘παν πως
κατέγραψαν τις εμπειρίες τους.
Ένα πρωί παίρνω ένα τηλεφώνημα στο Μόντρεαλ
πως ο Βλαδίμηρος πέθανε έξω από το χωριό του. Το ερώτημα τέθηκε στο μυαλό μου
ποιος θα τον θάψει, τι θα γίνει μ’ αυτόν; Είχε όμως αφήσει ρητή γραπτή εντολή να
γίνουν όλες οι τελετές κατά το ινδιάνικο τυπικό στο «μακρύ σπίτι» και να τον
διαβάσει κάποιος Ορθόδοξος παπάς. Βέβαια οι Ινδιάνοι δεν ήξεραν τι εννοεί με το
«Ορθόδοξος παπάς», αλλά είχε αφήσει και κάποια τηλέφωνα.
Πράγματι τηλεφώνησαν και ένας Ορθόδοξος
παπάς πήγε και του διάβασε την νεκρώσιμη ακολουθία πριν το πάνε στο «μακρύ
σπίτι».
Δεν είχα δυστυχώς την ευκαιρία να
παρακολουθήσω την τελετή που έγινε στο «μακρύ σπίτι», αλλά μου την μετέφερε
κάποιος κοινός μας φίλος που παραβρέθηκε.
Δύο μέρες μετά την κηδεία, ο ίδιος ο φίλος
μου, ο Μάικλ, μου έφερε τις ειδήσεις και ένα πακέτο. Μου ‘πε πως παρακολούθησε
όλη την τελετή. Ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. Όταν πάνε στο «μακρύ σπίτι», οι
Ινδιάνοι βάζουν τις φορεσιές τους ανάλογα με την θέση που έχουν στο χωριό. Η
ιεροτελεστία, που γίνεται βέβαια στις γλώσσες τους, είχε μια περίεργη δομή, σαν
παλιό βυζαντινό τυπικό. Στο τέλος διαβάστηκε η διαθήκη του αρχηγού της φυλής
μπροστά σ’ όλο τον κόσμο. Στην διαθήκη του ανέφερε που δίνει κάθε πράγμα. Ο
Βλαδίμηρος ήταν 75 ετών του πολύ∙ είχε παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα. Σ’ όλα τα
μέλη της οικογένειας άφησε και κάτι. Κάποτε ο Ινδιάνος που διάβαζε τη διαθήκη
δυσκολεύτηκε να διαβάσει ένα όνομα – μη ινδιάνικο – και αφού στραβομουτσούνιασε,
φόρεσε τα γυαλιά του και πρόφερε σχεδόν στραβά το όνομα «Γιάννης Χατζηνικολάου».
Ο φίλος μου ο Μάικλ σήκωσε το χέρι του και του ‘δωσαν το πακέτο που μου έφερε.
Όταν το άνοιξα, είδα τι ήταν: ένα μικρό
βιβλίο, Η Θεία Λειτουργία, στα ελληνικά και τα αγγλικά, που του ‘χα
χαρίσει πριν πολλά χρόνια. Στην πρώτη σελίδα έλεγε: «To
Yianni», δηλαδή «στον Γιάννη», και από κάτω στα
ελληνικά: «Καλή αντάμωση – Vladimir Natawe».
Θεώρησα πως ήταν πολύ καλή χειρονομία εκ μέρους του, μάλιστα το είχε προγράψει
πριν φύγει, ίσως προέβλεπε ότι θα πεθάνει. Είχε γράψει στα ελληνικά «καλή
αντάμωση». Βέβαια η έκπληξη δεν έμεινε εκεί, αλλά συνεχίστηκε. Όταν φυλλομέτρησα
το βιβλίο, έμεινα πράγματι με το στόμα ανοιχτό. Είχε μεταφράσει πάνω από το
αγγλικό κείμενο την λειτουργία στην γλώσσα των Mohawk.
Βέβαια εγώ δεν διαβάζω
Mohawk, αλλά την κρατάω σαν κειμήλιο,
αυτήν την λειτουργία του Βλαδίμηρου στα ινδιάνικα, που είναι ακριβώς η μετάφραση
της λειτουργίας του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Αν μ’ αξιώσει ο Θεός ίσως
κάποτε να την εκδώσω.
Είναι κάτι τέτοιες σύγχρονες ιστορίες που
μοιάζουν σαν παραμύθι, επειδή ψεύτικη είναι κι η ζωή μας. Κι όμως είναι γεμάτες
φως ανέσπερο, σύγχρονες μαρτυρίες μιας ευλογημένης «σαλότητας» που ζυμώνει το
φύραμα όλο από το ερημοκκλήσι του αιγαιοπελαγίτικου βράχου μέχρι τους
ινδιάνικους καταυλισμούς του Καναδά. Καλή αντάμωση, Βλαδίμηρε... Καραμάζωφ...
[Αναδημοσίευση από το περιοδικό "Σύναξη"
του άρθρου του Γιάννη Χατζηνικολάου με τίτλο "Το πέρασμα ενός Ινδιάνου"]
________________
*
Για την
πληροφόρηση του αναγνώστη περιληπτικά αναφέρω τα συμβάντα. Η Καναδική κυβέρνηση
αποφάσισε σ’ ένα καινούργιο μουσείο που άνοιξε στον Δυτικό Καναδά, στην πόλη του
Calgary, να
εκθέσει μαζί με άλλα εκθέματα και μια σειρά από ινδιάνικα προσωπεία – μάσκες, τα
οποία δανείστηκε «ανορθόδοξα» από κάποιο «μακρύ σπίτι» σαν αντικείμενα λαϊκής
τέχνης... Αυτό προκάλεσε την αντίδραση των Ινδιάνων και ανέθεσαν στον Βλαδίμηρο
να κάνει επί τόπου έρευνα, να επισκεφτεί με κυβερνητική δαπάνη την έκθεση και να
δώσει την γνώμη του στον λαό του και στην κυβέρνηση...
Μεταγραφή: Θωμάς Δρίτσας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου