Point Noire, 6 Νοεμβρίου 2004
Μετά την εορτή του Αγίου Δημητρίου στην νεοανεγερθείσα αίθουσα, δίπλα στον ναό Του, πού αργά - αργά κτίζεται, έπρεπε να ταξιδέψω στην «κοντινή» μικρή ορθόδοξο ενορία της πόλης Dolisie, όπου πρόκειται να κτισθεί ο ναός της Αγίας Ειρήνης. Τα 300 χιλιόμετρα πού χωρίζουν τις δύο πόλεις δεν είναι ούτε μισή ώρα με το αεροπλάνο, όπως είχαμε ταξιδέψει το Φεβρουάριο με τον Σεβασμιώτατο για την χειροτονία του ιερέα. Είχα όμως έντονη την διάθεση να ταξιδέψω με το τραίνο για να δω την όμορφη φύση του ορεινού όγκου του Mayombe πού εκτείνεται στην ενδοχώρα, ανατολικά του Ωκεανού
Το τραίνο έχει λίγες εβδομάδες πού ξαναλειτουργεί μετά από πρόσφατες πειρατικές επιδρομές των ανταρτών. Κανείς δεν μου συνιστούσε να πάω με το τραίνο και για τον παραπάνω λόγο, αλλά και για την ταλαιπωρία. Προσπαθούμε κατά το δυνατό να περιορίσουμε τα έξοδα μας και η διαφορά του αεροπορικού εισιτηρίου με εκείνο της α' θέσεως του τραίνου είναι υπολογίσιμη, όταν πρόκειται άλλωστε για τρία εισιτήρια. Γιατί πρώτη θέση; Γιατί είναι η μόνη πού γίνεται κράτηση. Στην β’ όποιος από τα άπειρα πλήθη προλάβει, κάθεται.
Το τραίνο είχε τέσσερες ώρες καθυστέρηση κατά την αναχώρηση του και έτσι ταξιδέψαμε νύκτα, οπότε δεν μπορέσαμε να δούμε τίποτε κατά το τετράωρο ταξίδι μας έκτος από την αθλιότητα της α' θέσεως. Το μόνο ευχάριστο ήταν ότι τα περισσότερα καθίσματα ήταν άδεια. Φθάσαμε μεσάνυχτα. Μείναμε δύο ήμερες συντροφιά με τους λίγους αλλά θερμούς πιστούς και τους κατηχουμένους. Γύρω από τον ιερέα τους πρωί και απόγευμα, στη νοικιασμένη μικρή αίθουσα, προσεύχονταν ψέλνοντας τους ύμνους του όρθρου και του εσπερινού και υποβάλλοντας πολλές ερωτήσεις μετά τις κατηχητικές ομιλίες. Ερωτήσεις πού πολλές φορές είναι για εμάς αδιανόητες όπως: που, πώς και ποια να εγκατάλειψη από τις δύο γυναίκες του ένας κατηχούμενος για να βαπτισθεί. Τις υπόλοιπες ώρες εντατικά αναζητούσαμε τα υλικά οικοδομής, τις τιμές, το εργατικό και τεχνικό προσωπικό.
Φύγαμε την τρίτη ήμερα με το ίδιο τραίνο (το πιο γρήγορο) και την ίδια καθυστέρηση των τεσσάρων ωρών, στο ίδιο βαγόνι με τα χαλασμένα καθίσματα. Μόνο πού τώρα ήταν ήμερα μεν αλλά έβρεχε. Η βροχή ήταν αισθητή και μέσα στο βαγόνι αλλά οι πολλές ελεύθερες θέσεις μας επέτρεπαν να καθίσουμε εκεί πού ήταν στεγνά. Το τοπίο βροχερό αλλά θαυμάσιο. Απίθανη βλάστηση. δάση με μεγάλη ποικιλία δένδρων, ορεινή φύση με πολλά μικρά και μεγάλα ποτάμια, οικισμοί και καλύβες διάσπαρτες, ξεκούραση Οφθαλμών.
Μέσα στο βαγόνι ένας μικρός με σκισμένο blue jean, κάτι παραπάνω από δέκα χρονών. Ασυνόδευτος, ανήσυχος άλλαζε θέσεις. Είχαμε πάρει λίγες σοκολάτες για το ταξίδι και του προσφέραμε. Ξέφυγε από τον ελεγκτή των εισιτηρίων, αλλά δεν ξέφυγε από την ομάδα των χωροφυλάκων, που με μαύρες φόρμες και τα όπλα κρεμασμένα στον ώμο. περιδιάβαιναν τα βαγόνια ελέγχοντας και προστατεύοντας από εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους. Τον έβρισαν ότι είναι παιδί των ανταρτών πού μπήκε στο τραίνο για να δημιουργήσει προβλήματα, του είπαν ότι θα τον πετάξουν έξω και τον άφησαν προσωρινά σε μια γωνιά και κάθισαν δίπλα του. Σε λίγο πού έκαναν την βόλτα τους και έμεινε μόνος o μικρός τον φωνάξαμε. Ήξερε ελάχιστα γαλλικά. Μιλούσε Ligala, την γλώσσα πού μιλούν στις δύο πρωτεύουσες των κρατών, πού έχουν το όνομα Congo και τις χωρίζει o ποταμός Congo. Τον έλεγαν Rodrigue και ήταν ορφανός. Με την μητέρα του πέρασαν από την Kinshasa, όπου έμεναν, στην Brazzaville σαν πρόσφυγες, αλλά εκεί εκείνη πέθανε αφήνοντας αυτόν και την αδελφούλα του μόνους. Την αδελφή του την ανέλαβε κάποια οικογένεια. Αυτός πήρε το τραίνο για το Point Noire, τραβώντας στο άγνωστο έχοντας συντροφιά μόνον την ελπίδα του. Λέγοντας αυτά έκλαιγε και κάθισε στην διπλανή μου θέση. Εκεί τον βρήκαν οι χωροφύλακες και με φωνές μου τον κατηγορούσαν. Τους εξήγησα ότι είναι ορφανός και αφού τον ανέκριναν έφυγαν. Την τρίτη φορά πού πέρασαν ήμασταν πια κοντά στον προορισμό μας και μου είπαν: «Σας τον αναθέτουμε».
Στον σταθμό μας περίμενε ο π. Μάξιμος, ο εφημέριος της ενορίας του Point Noire. Του είπα: «Σας έφερα ένα δώρο τον Rodrigue. Πού μπορούμε να τον βολέψουμε;» Μου απάντησε: «Γνωρίζω μία κυρία, πρώην γειτόνισσα μου, πού έχει ένα μικρό ορφανοτροφείο, θα τον δεχθεί.» Πήρε λοιπόν ένα ταξί, και αφού τον χαιρετίσαμε μέσα στην βροχή, τον οδήγησε στην φωλιά του.
Την άλλη ήμερα, αφού του αγοράσαμε ένα κρεβάτι και διάφορα προσωπικά είδη πού ζήτησαν στα ορφανοτροφείο, τον επισκεφθήκαμε. Ήταν όλο χαρά. Έλαμπε το μαύρο προσωπάκι του. Τον είχαν αγκαλιάσει εκεί και έπαιζε με τα παιδάκια, τα περισσότερα μικρότερα του. Η διευθύντρια έλειπε. Έτσι την επόμενη ήμερα αγοράζοντας ένα σακί ρύζι, σοκολάτες, καραμέλες και διάφορα τρόφιμα πήγαμε να τους δούμε. Άλλα παιδιά έβγαζαν νερό από το πηγάδι, άλλα μας τριγύριζαν και ο Rodrigue έτρεξε να μας αγκαλιάσει. Η κύρια Francoise, η διευθύντρια μας οδήγησε στο γραφείο της, ένα δωμάτιο δίπλα στα άλλα τέσσερα πού αποτελούν το ορφανοτροφείο «Η Αγάπη του Θεού». Με δική της πρωτοβουλία έφτιαξε αυτή την φωλιά για τα δεκαεννέα μικρά πού μεγαλώνει σαν μητέρα μαζί με την κορούλα της. Και η ίδια εκεί μένει. Δίπλα, σε ένα μικρότερο οικόπεδο πού αγόρασε, θα προσπαθήσει να κτίσει για να μην πληρώνει ενοίκιο. Τον Rodrigue τον αγάπησε για την ειλικρίνεια του, όπως μας εξήγησε. Τον έγραψε στο σχολείο πού πηγαίνουν και τα μεγαλύτερα από τα παιδάκια. Το ίδρυμα λειτουργεί με προσφορές φιλάνθρωπων και σπάνια με κάποια κρατική ενίσχυση. Το μόνο πού ζήτησε είναι εάν μπορούμε να καλύψουμε τα δίδακτρα των Ορφανών για το σχολείο, πού είναι συνολικά 115 Ευρώ τον μήνα. Της εξέφρασα την αδυναμία μου αλλά της υποσχέθηκα ότι θα προσπαθήσω να ζητήσω… και ο νους μου έτρεξε στην αγάπη σας. Γι’ αυτό σας έγραψα αυτό το περιστατικό, με την ελπίδα να μην μας πετάξουν έξω όταν θα ταξιδεύουμε στην α' θέση, λαθρεπιβάτες και εμείς για τον Παράδεισο.
Ιερομόναχος Θεολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου